νεραντζέα

νεραντζέα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νεραντζέα" в других словарях:

  • νεραντζέα — η (Μ νεραντζέα) βλ. νεραντζιά …   Dictionary of Greek

  • νεραντζιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας. * * * και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα) κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»