νεραντζέα
Смотреть что такое "νεραντζέα" в других словарях:
νεραντζέα — η (Μ νεραντζέα) βλ. νεραντζιά … Dictionary of Greek
νεραντζιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας. * * * και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα) κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς… … Dictionary of Greek